ἀτήρητος: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)th/rhtos
|Beta Code=a)th/rhtos
|Definition=ον, [[unobserved]], [[unnoticed]], <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>23.294c</span>.
|Definition=ον, [[unobserved]], [[unnoticed]], <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>23.294c</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />de pers. [[inobservado]], [[inadvertido]] Them.<i>Or</i>.23.294c.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτήρητος''': -ον, [[ἀπαρατήρητος]], Θεμίστ. 294C.
|lstext='''ἀτήρητος''': -ον, [[ἀπαρατήρητος]], Θεμίστ. 294C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />de pers. [[inobservado]], [[inadvertido]] Them.<i>Or</i>.23.294c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτήρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαρατήρητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτήρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαρατήρητος]].
}}
}}

Revision as of 14:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτήρητος Medium diacritics: ἀτήρητος Low diacritics: ατήρητος Capitals: ΑΤΗΡΗΤΟΣ
Transliteration A: atḗrētos Transliteration B: atērētos Transliteration C: atiritos Beta Code: a)th/rhtos

English (LSJ)

ον, unobserved, unnoticed, Them.Or.23.294c.

Spanish (DGE)

-ον
de pers. inobservado, inadvertido Them.Or.23.294c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτήρητος: -ον, ἀπαρατήρητος, Θεμίστ. 294C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀτήρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί
αρχ.
απαρατήρητος.