3,277,002
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] fut. δνοπαλίξω (vgl. [[δονέω]] u. [[πάλλω]]), hin u. her schwingen, <b class="b2">schütteln, werfen</b>; Homer zweimal: Iliad. 4, 472 οἱ δὲ λύκοι ἃς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν, var. lect. ἐδνοπάλιξεν Apoll. Lex. Homer. p. 59, 23; Odyss. 14, 512 ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, du wirst deine eigenen Lumpen tragen, Apoll. Lex. Homer. p. 59. 21 erklärt ἐκτινάξεις, – Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, die Glieder schlottern, Opp. H. 2, 295. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] fut. δνοπαλίξω (vgl. [[δονέω]] u. [[πάλλω]]), hin u. her schwingen, <b class="b2">schütteln, werfen</b>; Homer zweimal: Iliad. 4, 472 οἱ δὲ λύκοι ἃς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν, var. lect. ἐδνοπάλιξεν Apoll. Lex. Homer. p. 59, 23; Odyss. 14, 512 ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, du wirst deine eigenen Lumpen tragen, Apoll. Lex. Homer. p. 59. 21 erklärt ἐκτινάξεις, – Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, die Glieder schlottern, Opp. H. 2, 295. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> δνοπαλίσω;<br />secouer, ébranler : ῥάκεα OD secouer, <i>càd</i> nettoyer et rapiécer des haillons.<br />'''Étymologie:''' DELG [[δονέω]], [[πάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δνοπᾰλίζω''': μέλλ. -ξω, [[σείω]] βιαίως, [[καταρρίπτω]], ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472· τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ [[δονέω]]). | |lstext='''δνοπᾰλίζω''': μέλλ. -ξω, [[σείω]] βιαίως, [[καταρρίπτω]], ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472· τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ [[δονέω]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |