Anonymous

δνοπαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] fut. δνοπαλίξω (vgl. [[δονέω]] u. [[πάλλω]]), hin u. her schwingen, <b class="b2">schütteln, werfen</b>; Homer zweimal: Iliad. 4, 472 οἱ δὲ λύκοι ἃς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν, var. lect. ἐδνοπάλιξεν Apoll. Lex. Homer. p. 59, 23; Odyss. 14, 512 ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, du wirst deine eigenen Lumpen tragen, Apoll. Lex. Homer. p. 59. 21 erklärt ἐκτινάξεις, – Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, die Glieder schlottern, Opp. H. 2, 295.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0651.png Seite 651]] fut. δνοπαλίξω (vgl. [[δονέω]] u. [[πάλλω]]), hin u. her schwingen, <b class="b2">schütteln, werfen</b>; Homer zweimal: Iliad. 4, 472 οἱ δὲ λύκοι ἃς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν, ἀνὴρ δ' ἄνδρ' ἐδνοπάλιζεν, var. lect. ἐδνοπάλιξεν Apoll. Lex. Homer. p. 59, 23; Odyss. 14, 512 ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, du wirst deine eigenen Lumpen tragen, Apoll. Lex. Homer. p. 59. 21 erklärt ἐκτινάξεις, – Pass., γυῖα δνοπαλίζεται, die Glieder schlottern, Opp. H. 2, 295.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δνοπαλίσω;<br />secouer, ébranler : ῥάκεα OD secouer, <i>càd</i> nettoyer et rapiécer des haillons.<br />'''Étymologie:''' DELG [[δονέω]], [[πάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δνοπᾰλίζω''': μέλλ. -ξω, [[σείω]] βιαίως, [[καταρρίπτω]], ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472· τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ [[δονέω]]).
|lstext='''δνοπᾰλίζω''': μέλλ. -ξω, [[σείω]] βιαίως, [[καταρρίπτω]], ἀνὴρ ἄνδρ’ ἐδνοπάλιζεν Ἰλ. Δ. 472· τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις, «θὰ τυλίξῃς τὰ κουρέλια σου ‘ς τὸ σῶμά σου», Ὀδ. Ξ. 512. - Παθ., γυῖα δνοπαλίζεται, ἐπὶ τοῦ πολύποδος κινοῦντος κατὰ διαφόρους διευθύνσεις τοὺς πλοκάμους του, Ὀππ. Ἁλ. 2. 295. (Συγγενὲς τῷ [[δονέω]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δνοπαλίσω;<br />secouer, ébranler : ῥάκεα OD secouer, <i>càd</i> nettoyer et rapiécer des haillons.<br />'''Étymologie:''' DELG [[δονέω]], [[πάλλω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth