3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0845.png Seite 845]] ἡ (vgl. [[ἐνίπτω]]), tadelnde Anrede, Tadel, Verweis; βασιλῆος Il. 4, 402; durch adj., wie ἀργαλέη, [[ἔκπαγλος]], κρατερή geschärft, 5, 492. 14, 404 Od. 10, 448; auch allein = Drohung, 5, 446; Schmähung, Scheltwort, 20, 266; ψευδέων ἐνιπά, Vorwurf der Lüge, Pind. Ol. 11, 6. Allgemeiner bei sp. D., ἀρίζηλοι γὰρ ἐπιχθονίοισιν ἐνιπαὶ ἀθανάτων, Zorn, Ap. Rh. 2, 250; von unangenehmen körperlichen Einwirkungen, Opp. φλογόεσσαν ἐνιπὴν ἄζαν τ' ἠελίου, Sonnenbrand, Cyn. 1, 133, wie δίψους δριμεῖαν ἐνιπήν 299, vgl. 3, 380. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0845.png Seite 845]] ἡ (vgl. [[ἐνίπτω]]), tadelnde Anrede, Tadel, Verweis; βασιλῆος Il. 4, 402; durch adj., wie ἀργαλέη, [[ἔκπαγλος]], κρατερή geschärft, 5, 492. 14, 404 Od. 10, 448; auch allein = Drohung, 5, 446; Schmähung, Scheltwort, 20, 266; ψευδέων ἐνιπά, Vorwurf der Lüge, Pind. Ol. 11, 6. Allgemeiner bei sp. D., ἀρίζηλοι γὰρ ἐπιχθονίοισιν ἐνιπαὶ ἀθανάτων, Zorn, Ap. Rh. 2, 250; von unangenehmen körperlichen Einwirkungen, Opp. φλογόεσσαν ἐνιπὴν ἄζαν τ' ἠελίου, Sonnenbrand, Cyn. 1, 133, wie δίψους δριμεῖαν ἐνιπήν 299, vgl. 3, 380. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />reproche, remontrance, menace.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνίπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνῑπή''': ἡ, ([[ἐνίπτω]], ἴδε [[ἐνέπω]] ἐν τέλει). - Ἐπικ. [[ὄνομα]], [[ἐπίπληξις]], [[μέμψις]], [[ἐπιτίμησις]], αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπὴν Ἰλ. Δ. 402, κτλ.· [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιθ., κρατερὴν δ’ ἀποθέσθαι ἐνιπὴν Ε. 492· ἐνιπῇ ἀργαλέῃ Ξ. 104· ἒδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Ὀδ. Κ. 448· [[ὕβρις]], [[λοιδορία]], ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς Υ 266 καὶ ἐν τῷ πληθ., ἀπειλή, φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπὰς Ε. 446· πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 165: βραδύτερον, ψευδέων ἐνιπά, τὸ [[ὄνειδος]] τοῦ ψεύδους, Πινδ. Ο. 10 (11). 8· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς, ἰσχυρᾶς προσβολῆς, [[οἷον]] ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, τῆς δίψης, κλ., Ὀππ. Κυν. 1. 133, 299. | |lstext='''ἐνῑπή''': ἡ, ([[ἐνίπτω]], ἴδε [[ἐνέπω]] ἐν τέλει). - Ἐπικ. [[ὄνομα]], [[ἐπίπληξις]], [[μέμψις]], [[ἐπιτίμησις]], αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπὴν Ἰλ. Δ. 402, κτλ.· [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιθ., κρατερὴν δ’ ἀποθέσθαι ἐνιπὴν Ε. 492· ἐνιπῇ ἀργαλέῃ Ξ. 104· ἒδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Ὀδ. Κ. 448· [[ὕβρις]], [[λοιδορία]], ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς Υ 266 καὶ ἐν τῷ πληθ., ἀπειλή, φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπὰς Ε. 446· πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 165: βραδύτερον, ψευδέων ἐνιπά, τὸ [[ὄνειδος]] τοῦ ψεύδους, Πινδ. Ο. 10 (11). 8· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς, ἰσχυρᾶς προσβολῆς, [[οἷον]] ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, τῆς δίψης, κλ., Ὀππ. Κυν. 1. 133, 299. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |