ἐνιπή

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνῑπή Medium diacritics: ἐνιπή Low diacritics: ενιπή Capitals: ΕΝΙΠΗ
Transliteration A: enipḗ Transliteration B: enipē Transliteration C: enipi Beta Code: e)niph/

English (LSJ)

ἡ, (ἐνίπτω,
A v. ἐνέπω fin.) poet. Noun, rebuke, reproof, Il.4.402, etc.; κρατερὴν δ' ἀποθέσθαι ἐνιπήν 5.492; ἐνιπῇ ἀργαλέῃ 14.104; ἔδδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐ. Od.10.448; abuse, contumely, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς 20.266: pl., angry threats, φεύγων.. Ποσειδάωνος ἐνιπάς 5.446, cf. h.Merc.165; ψευδέων ἐνιπά reproach of lying, Pi.O.10(11).6.
2 later, of any violent attack, as of the sun's rays or thirst, Opp.C.1.133,299.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 amonestación, reprimenda βασιλῆος ἐ. αἰδοίοιο Il.4.402, cf. A.R.4.1209, κρατερὴν δ' ἀποθέσθαι ἐνιπήν Il.5.492, ἐνιπῇ ἀργαλέῃ Il.14.104, ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπλαγον ἐνιπήν Od.10.448, μητρὸς ... ἐνιπάς h.Merc.165, σὺν τ' ἀνάγκῃ σὺν τ' ἐνιπῇσιν Semon.8.44, Εὐρισθῆος ἐνιπαί Opp.C.2.113
c. gen. de dioses, en plu. cólera φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπάς Od.5.446, ἐνιπαὶ ἀθανάτων A.R.2.250
acusación ψευδέων ἐ. acusación de mentir Pi.O.10.6.
2 injuria, ultraje ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.266
asalto, ataque ἐν δὲ θέρει χρειὼ φυγέειν ... ἐνιπὴν ἄζαν τ' ἠελίου en verano es menester evitar el asalto y el ardor del sol Opp.C.1.133, δίψους δριμεῖα ἐ. Opp.C.1.299.
• Etimología: v. ἐνίπτω.

German (Pape)

[Seite 845] ἡ (vgl. ἐνίπτω), tadelnde Anrede, Tadel, Verweis; βασιλῆος Il. 4, 402; durch adj., wie ἀργαλέη, ἔκπαγλος, κρατερή geschärft, 5, 492. 14, 404 Od. 10, 448; auch allein = Drohung, 5, 446; Schmähung, Scheltwort, 20, 266; ψευδέων ἐνιπά, Vorwurf der Lüge, Pind. Ol. 11, 6. Allgemeiner bei sp. D., ἀρίζηλοι γὰρ ἐπιχθονίοισιν ἐνιπαὶ ἀθανάτων, Zorn, Ap. Rh. 2, 250; von unangenehmen körperlichen Einwirkungen, Opp. φλογόεσσαν ἐνιπὴν ἄζαν τ' ἠελίου, Sonnenbrand, Cyn. 1, 133, wie δίψους δριμεῖαν ἐνιπήν 299, vgl. 3, 380.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
reproche, remontrance, menace.
Étymologie: ἐνίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνῑπή: дор. ἐνιπάпорицание, упрек Hom., Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνῑπή: ἡ, (ἐνίπτω, ἴδε ἐνέπω ἐν τέλει). - Ἐπικ. ὄνομα, ἐπίπληξις, μέμψις, ἐπιτίμησις, αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπὴν Ἰλ. Δ. 402, κτλ.· συχνάκις μετ’ ἐπιθ., κρατερὴν δ’ ἀποθέσθαι ἐνιπὴν Ε. 492· ἐνιπῇ ἀργαλέῃ Ξ. 104· ἒδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Ὀδ. Κ. 448· ὕβρις, λοιδορία, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς Υ 266 καὶ ἐν τῷ πληθ., ἀπειλή, φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπὰς Ε. 446· πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 165: βραδύτερον, ψευδέων ἐνιπά, τὸ ὄνειδος τοῦ ψεύδους, Πινδ. Ο. 10 (11). 8· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς, ἰσχυρᾶς προσβολῆς, οἷον ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, τῆς δίψης, κλ., Ὀππ. Κυν. 1. 133, 299.

Greek Monolingual

ἐνιπή, η (Α)
1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.)
2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.)
3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων», Απολλ. Ρόδ.)
4. στον πληθ. απειλή «(Ποσειδάωνος ένιπάς», Ομ. Οδ.)
5. όνειδος, ντροπή («ψευδέων ἐνιπάν» — το όνειδος, την καταισχύνη του ψεύδους, Πίνδ.)
6. δυσάρεστη επενέργεια ή σφοδρή προσβολή από τις ηλιακές ακτίνες, τη δίψα κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ενιπή, ενίσσω (και νεώτ. ενεστ. ενίπτω), που ανήκουν στην ίδια οικογένεια λέξεων, είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Η ρίζα τών τύπων έληγε πιθ. σε χειλοϋπερωϊκό qw, υποστηρίχθηκε δε ότι συνδέονται με τα οπιπεύω, όπις, που περιλαμβάνουν την έννοια «κοπάζω, βλέπω», καθώς και με αρχ. ινδ. iksate «βλέπω», αν στα ενιπή, ενίσσω αποδοθεί η σημ. «μοχθηρό βλέμμα, κακό μάτι»].

Greek Monotonic

ἐνῑπή: ἡ (ἐνίπτω), επίπληξη, κατσάδα, επίκριση, μομφή, αποδοκιμασία· επίσης, ύβρις, κακολογία, λοιδορία, προσβολή, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: reproach, menace, threat (Il.).
Derivatives: Beside it the Jotpresent ἐνίσσω, aor. ἐνένιπον, ἠνίπαπον (Schwyzer 648 and 748, Chantraine Gramm. hom. 1, 398), new present ἐνίπτω (Il.; ἐνίπτω also A. Ag. 590, cf. to ἐννέπω) reproach, revile; lengthened present ἐνιπτάζω (A. R.). - Here also the river name Ἐνιπεύς (Hdt.)? (s. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 98)?
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [??] *h₁eni-h₂kʷ- reproach
Etymology: As verbal noun to ἐνίσσω ἐνιπ-ή must have had a labio-velar kʷ̯(on the phonetics Risch 245, Schwyzer 704 w. n. 11). Brugmann further connected ὀπιπεύω (s. v.), Skt. ī́kṣate see etc., what he supported (IF 12, 31) by referring to ὄπις reverent seeing, also retribution, punishment); but see below. Thus Porzig Satzinhalte 228: ἐνίσσω orig. look damaging at , ἐνιπή malign look. Less certain is Brugmanns further combination with (rather unclear) ἴψαο, ἴψεται (s. ἴπτομαι), about oppress, damage. This is connected with ἰάπτω < *h₂i-h₂ekʷ-i̯-; so ἴπτομαι from *h₂i-h₂kʷ- (Kuiper, Glotta 21. 282ff, MKNAW 14: 5, 25 n. 1. ἐνι-πή then < *h₁eni-h₂kʷ̇-.

Middle Liddell

ἐνῑπή, ἡ, ἐνίπτω
a rebuke, reprof; also abuse, contumely, Hom.

Frisk Etymology German

ἐνιπή: {enīpḗ}
Grammar: f.
Meaning: tadelnde, rügende Anrede, Vorwurf, Drohung (ep. poet. seit Il.).
Derivative: Daneben als primäres Jotpräsens ἐνίσσω, Aor. ἐνένιπον, ἠνίπαπον (Schwyzer 648 und 748, Chantraine Gramm. hom. 1, 398), neues Präsens ἐνίπτω (alles ep. seit Il.; ἐνίπτω auch A. Ag. 590, vgl. zu ἐννέπω) tadelnd, rügend anreden, ahnden, schelten; erweitertes Präsens ἐνιπτάζω (A. R.). — Hierher auch der Flußname Ἐνιπεύς (Hdt., Plb., Str.) als "der Toser, der Lärmer" (vgl. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 98)?
Etymology: Als Verbalnomen zu ἐνίσσω muß ἐνιπή einen Labiovelar q enthalten haben (zum Lautlichen Risch 245, Schwyzer 704 m. A. 11). Die dadurch nahegelegte Anknüpfung an ὀπιπεύω (s. d.), aind. ī́kṣate sehen usw. hat Brugmann IF 12, 31 semantisch zu begründen versucht unter Heranziehung von ὄπις ehrfürchtiges Sehen, auch Ahndung, Strafe. Ähnlich Porzig Satzinhalte 228: ἐνίσσω urspr. schädigend ansehen, ἐνιπή böser Blick. Noch unsicherer ist indessen Brugmanns weitere Kombination mit den ungenügend erklärten ἴψαο, ἴψεται (s. ἴπτομαι) etwa bedrücken, bedrängen, schädigen. — Ältere Versuche bei Johansson Beitr. 61 A. 2.
Page 1,519

Translations

rebuke

Bulgarian: мъмрене, порицание, укор; Catalan: reprensió, esbroncada, esbronc; Chinese Czech: výčitka; Dutch: verwijt, berisping; Esperanto: riproĉo; Finnish: soimaus, ankara kritiikki, haukkuminen; French: reproche, réprimande; Galician: bronca; Georgian: საყვედური; German: Tadel, Anschiss, Rüge, Schelte, Zurechtweisung, Vorhaltung; Greek: μομφή, επίπληξη, παρατήρηση; Ancient Greek: βλασφημία, ἔνιγμα, ἐνιπή, ἐπικρότησις, ἐπίπλαξις, ἐπίπληγμα, ἐπίπληξις, ἐπίρρησις, ἐπιτίμησις, μέμψις, μομφή, ὁμοκλή, ὄνειδος, προφορά, ψόγος; Irish: spreagadh, aifirt; Italian: rimbrotto, reprimenda, rimprovero, richiamo, ammonimento, disappunto, rampogna; Nepali: गाली; Persian: سرکوفت‎, عتاب‎; Polish: zbesztanie, besztanina; Portuguese: bronca, crítica, repreensão, censura; Russian: выговор, укор, упрёк; Scottish Gaelic: achmhasan; Spanish: reproche, reprensión, reprimenda, reprobación, regañina, regaño; Ukrainian: докір, дорікання, догана, зауваження