3,274,873
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> travail pénible, effort;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> peine, fatigue;<br /><b>2</b> [[οἱ]] κάματοι fruit du travail.<br />'''Étymologie:''' R. Καμ, cf. [[κάμνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> travail pénible, effort;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> peine, fatigue;<br /><b>2</b> [[οἱ]] κάματοι fruit du travail.<br />'''Étymologie:''' R. Καμ, cf. [[κάμνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κάματος -ου, ὁ [κάμνω] zwaar werk, inspanning:; ἄτερ καμάτοιο zonder moeite Od. 7.325; plur. ook voor barensweeën:; οὔτε... καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες en ook komen de vrouwen de barensweeën niet te boven Soph. OT 174; uitbr. product van gezwoeg:. ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμῶνται zij verzamelen de vrucht van andermans gezwoeg in hun eigen buik Hes. Th. 599. vermoeidheid:; ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος wanneer vermoeidheid zich meester maakt van zijn ledematen Il. 4.230; geneesk. plur. lichamelijke kwalen, ziektes. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάμᾰτος:''' (κᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> тяжелый труд, тж. напряжение, усилие (ἐπιπόνου ζῴου Arst.): [[ἄτερ]] καμάτοιο Hom. без труда, легко;<br /><b class="num">2)</b> [[усталость]], [[утомленность]]: αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένος Hom. обессиленный холодом и усталостью;<br /><b class="num">3)</b> [[мука]], [[мучение]], [[страдание]]: ἀνέχειν καμάτων τόκοισιν Soph. терпеть родовые муки;<br /><b class="num">4)</b> [[плод тяжелого труда]]: [[ἡμέτερος]] κ. Hom. нажитое нашими трудами достояние;<br /><b class="num">5)</b> [[изделие]] (τόρνου Aesch.; σκυτοτόμων Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''κάμᾰτος:''' ὁ ([[κάμνω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], εξαντλητική [[εργασία]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> συνέπειες μόχθου, [[εξάντληση]], [[κούραση]], [[κόπωση]], σε Όμηρ.· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]], (ομοίως και στον Οράτ., [[ludo]] fatigatum [[que]] somno), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> εκείνο που κερδίζεται με μόχθο, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], αυτά που αποκτήθηκαν με τους δικούς μας κόπους, στο ίδ.· [[ἀλλότριος]] [[κάματος]], κέρδη από το μόχθο άλλων, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του κόπου, [[έργο]], [[εργασία]], δουλειά, [[πράγμα]] κατασκευασμένο μέσω τόρνου, σε Ανθ. | |lsmtext='''κάμᾰτος:''' ὁ ([[κάμνω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], εξαντλητική [[εργασία]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> συνέπειες μόχθου, [[εξάντληση]], [[κούραση]], [[κόπωση]], σε Όμηρ.· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]], (ομοίως και στον Οράτ., [[ludo]] fatigatum [[que]] somno), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> εκείνο που κερδίζεται με μόχθο, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], αυτά που αποκτήθηκαν με τους δικούς μας κόπους, στο ίδ.· [[ἀλλότριος]] [[κάματος]], κέρδη από το μόχθο άλλων, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του κόπου, [[έργο]], [[εργασία]], δουλειά, [[πράγμα]] κατασκευασμένο μέσω τόρνου, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κάμᾰτος''': ὁ, ([[κάμνω]]) [[μόχθος]], [[κόπος]], ἄτερ καμάτοιο Ὀδ. Ζ. 325· [[ἄνευ]] καμάτου Πινδ. Π. 12. 50· κάματόν θ’ ἵππων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192. 6· οὐδέποτ’ ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι, δεν θὰ τελειώσουν ποτὲ τὰ βάσανά μου, Σοφ. Ἠλ. 231, πρβλ. 130: ἐπὶ τῶν ὠδίνων τοῦ τοκετοῦ, [[οὔτε]] τόκοισιν ἰηίων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 174· [[ἁπλῶς]] [[κόπος]], πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 68· [[κάματος]] ὁ πολὺς Λουκ. Ἑρμότ. 71· πρβλ., καμάτων [[ἅλις]] Ἀνθ. Π. 9. 359. 2) τὰ ἀποτελέσματα τοῦ καμάτου, [[κόπωσις]], ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ [[κάματος]] Ἰλ. Δ. 230, πρβλ. Ν. 85, 711, κτλ.· κ. [[πολυᾶϊξ]] γυῖα δέδυκεν Ε. 811· αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Ὀδ. Ξ. 318· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]] ([[οὕτως]] ὁ Ὁράτ., ludo faligatumque somno), Ὀδ. Ζ. 2· καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες I. 75. 3) [[ἀσθένεια]], Σιμωνίδ. 85. 10· ἐν τῷ πληθ., Διον. Ἁλ. 10. 53. ΙΙ. τὸ διὰ κόπου κερδαινόμενον, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], τὰ διὰ τῶν ἡμετέρων κόπων κτηθέντα, Ὀδ. Ξ. 417· ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμώνται Ἡσ. Θ. 599, πρβλ. Θέογν. 925. 2) τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τοῦ κόπου, ὡς τὸ [[πόνος]], Λατ. (abor, τόρνου [[κάματος]], [[πρᾶγμα]] κατασκευασμένον διὰ τοῦ τόρνου, Αἰσχύλου Ἀποσπ. 55, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 206. - Ποιητικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις πεζογράφοις. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |