3,274,913
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ὁ ([[καμεῖν]]), 1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; [[ἄτερ]] καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; [[πολυάϊξ]], vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, [[ὁππότε]] κέν μιν γυῖα λάβῃ [[κάματος]] Il. 4, 230, γούναθ' ἵκοιτο 13, 711; [[κάματος]] δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]] 6, 2; [[ὁμοῦ]] καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. [[ὄλβος]] [[ἄνευ]] καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; [[δυσπενθής]] P. 12, 10; [[νώδυνος]] N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν [[γόνυ]] καμάτῳ καθεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben [[ἀῤῥωστία]]; D. Hal. 10, 53 [[οὔτε]] τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηθεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ὁ ([[καμεῖν]]), 1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; [[ἄτερ]] καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; [[πολυάϊξ]], vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, [[ὁππότε]] κέν μιν γυῖα λάβῃ [[κάματος]] Il. 4, 230, γούναθ' ἵκοιτο 13, 711; [[κάματος]] δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]] 6, 2; [[ὁμοῦ]] καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. [[ὄλβος]] [[ἄνευ]] καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; [[δυσπενθής]] P. 12, 10; [[νώδυνος]] N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν [[γόνυ]] καμάτῳ καθεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben [[ἀῤῥωστία]]; D. Hal. 10, 53 [[οὔτε]] τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηθεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> travail pénible, effort;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> peine, fatigue;<br /><b>2</b> [[οἱ]] κάματοι fruit du travail.<br />'''Étymologie:''' R. Καμ, cf. [[κάμνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάμᾰτος''': ὁ, ([[κάμνω]]) [[μόχθος]], [[κόπος]], ἄτερ καμάτοιο Ὀδ. Ζ. 325· [[ἄνευ]] καμάτου Πινδ. Π. 12. 50· κάματόν θ’ ἵππων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192. 6· οὐδέποτ’ ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι, δεν θὰ τελειώσουν ποτὲ τὰ βάσανά μου, Σοφ. Ἠλ. 231, πρβλ. 130: ἐπὶ τῶν ὠδίνων τοῦ τοκετοῦ, [[οὔτε]] τόκοισιν ἰηίων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 174· [[ἁπλῶς]] [[κόπος]], πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 68· [[κάματος]] ὁ πολὺς Λουκ. Ἑρμότ. 71· πρβλ., καμάτων [[ἅλις]] Ἀνθ. Π. 9. 359. 2) τὰ ἀποτελέσματα τοῦ καμάτου, [[κόπωσις]], ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ [[κάματος]] Ἰλ. Δ. 230, πρβλ. Ν. 85, 711, κτλ.· κ. [[πολυᾶϊξ]] γυῖα δέδυκεν Ε. 811· αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Ὀδ. Ξ. 318· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]] ([[οὕτως]] ὁ Ὁράτ., ludo faligatumque somno), Ὀδ. Ζ. 2· καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες I. 75. 3) [[ἀσθένεια]], Σιμωνίδ. 85. 10· ἐν τῷ πληθ., Διον. Ἁλ. 10. 53. ΙΙ. τὸ διὰ κόπου κερδαινόμενον, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], τὰ διὰ τῶν ἡμετέρων κόπων κτηθέντα, Ὀδ. Ξ. 417· ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμώνται Ἡσ. Θ. 599, πρβλ. Θέογν. 925. 2) τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τοῦ κόπου, ὡς τὸ [[πόνος]], Λατ. (abor, τόρνου [[κάματος]], [[πρᾶγμα]] κατασκευασμένον διὰ τοῦ τόρνου, Αἰσχύλου Ἀποσπ. 55, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 206. - Ποιητικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις πεζογράφοις. | |lstext='''κάμᾰτος''': ὁ, ([[κάμνω]]) [[μόχθος]], [[κόπος]], ἄτερ καμάτοιο Ὀδ. Ζ. 325· [[ἄνευ]] καμάτου Πινδ. Π. 12. 50· κάματόν θ’ ἵππων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192. 6· οὐδέποτ’ ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι, δεν θὰ τελειώσουν ποτὲ τὰ βάσανά μου, Σοφ. Ἠλ. 231, πρβλ. 130: ἐπὶ τῶν ὠδίνων τοῦ τοκετοῦ, [[οὔτε]] τόκοισιν ἰηίων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 174· [[ἁπλῶς]] [[κόπος]], πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 68· [[κάματος]] ὁ πολὺς Λουκ. Ἑρμότ. 71· πρβλ., καμάτων [[ἅλις]] Ἀνθ. Π. 9. 359. 2) τὰ ἀποτελέσματα τοῦ καμάτου, [[κόπωσις]], ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ [[κάματος]] Ἰλ. Δ. 230, πρβλ. Ν. 85, 711, κτλ.· κ. [[πολυᾶϊξ]] γυῖα δέδυκεν Ε. 811· αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Ὀδ. Ξ. 318· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]] ([[οὕτως]] ὁ Ὁράτ., ludo faligatumque somno), Ὀδ. Ζ. 2· καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες I. 75. 3) [[ἀσθένεια]], Σιμωνίδ. 85. 10· ἐν τῷ πληθ., Διον. Ἁλ. 10. 53. ΙΙ. τὸ διὰ κόπου κερδαινόμενον, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], τὰ διὰ τῶν ἡμετέρων κόπων κτηθέντα, Ὀδ. Ξ. 417· ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμώνται Ἡσ. Θ. 599, πρβλ. Θέογν. 925. 2) τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τοῦ κόπου, ὡς τὸ [[πόνος]], Λατ. (abor, τόρνου [[κάματος]], [[πρᾶγμα]] κατασκευασμένον διὰ τοῦ τόρνου, Αἰσχύλου Ἀποσπ. 55, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 206. - Ποιητικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις πεζογράφοις. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |