3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />avantageux, utile ; τὸ λυσιτελές ce qui est avantageux;<br /><i>Cp.</i> λυσιτελέστερος, <i>Sp.</i> λυσιτελέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[τέλος]]. | |btext=ής, ές :<br />avantageux, utile ; τὸ λυσιτελές ce qui est avantageux;<br /><i>Cp.</i> λυσιτελέστερος, <i>Sp.</i> λυσιτελέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[τέλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῡσῐτελής:''' [[полезный]], [[выгодный]] (ἐμπορεύματα Xen.): λυσιτελεστάτην ζωὴν [[ζῆν]] Plat. прожить (свою) жизнь наиболее целесообразно; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς [[ἀργύριον]] Dem. то, что наиболее выгодно с денежной точки зрения. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῡσιτελής:''' -ές ([[λύω]] V, [[τέλος]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα, τα ἔξοδα· απ' όπου, [[χρήσιμος]], [[επωφελής]], [[ωφέλιμος]], [[επικερδής]], σε Πλάτ.· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς [[ἀργύριον]], οτιδήποτε ήταν ωφελιμώτατο ως προς τα χρήματα, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[φθηνός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''λῡσιτελής:''' -ές ([[λύω]] V, [[τέλος]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα, τα ἔξοδα· απ' όπου, [[χρήσιμος]], [[επωφελής]], [[ωφέλιμος]], [[επικερδής]], σε Πλάτ.· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς [[ἀργύριον]], οτιδήποτε ήταν ωφελιμώτατο ως προς τα χρήματα, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[φθηνός]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |