λυσιτελής

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτελής Medium diacritics: λυσιτελής Low diacritics: λυσιτελής Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: lysitelḗs Transliteration B: lysitelēs Transliteration C: lysitelis Beta Code: lusitelh/s

English (LSJ)

λυσιτελές, (λύω v. 2, τέλος) prop.
A paying for expenses incurred: hence, useful, profitable, advantageous, τὸ πρᾶγμά μοι λ. Axionic.6.8; οὐδέποτ'… λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης Pl.R. 354a, cf. 364a; ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα X.Hier.9.11; λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν Pl.R. 344e; λυσιτελῆ = advantages, Plb.4.38.8; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, D. 20.13; τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.Mus.p.93 K.; κτήσεις λυσιτελέστεραι Id.Oec.p.68 J.
2 cheap, X.Vect.4.30, D.H.7.37.
II rarely of persons, profitable, advantageous, Pl.Phdr.239c.
III Adv. λυσιτελῶς = usefully, advantageously D.S.14.102: Sup. λυσιτελέστατα Hdn.3.5.1.
2 cheaply, inexpensively, τοῦ δέοντος πρίασθαι λυσιτελέστερον Ael.NA10.50.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
avantageux, utile ; τὸ λυσιτελές ce qui est avantageux;
Cp. λυσιτελέστερος, Sp. λυσιτελέστατος.
Étymologie: λύω, τέλος.

German (Pape)

[ῡ], ές, eigtl. die aufgewandten Kosten bezahlend, ersetzend, vgl. λύειν τέλη; dah. nützlich, vorteilhaft, λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης, Plat. Rep. I.354a, öfter; λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν 344e; ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα Xen. Hier. 9.11; vgl. τοῦ δέοντος λυσιτελέστερον πρίασθαι, Ael. H.A. 10.50 und A., von wohlfeilem Preise, vorteilhaftem Einkaufe; – τὸ λυσιτελές, der Nutzen, im plur., Pol. 4.38.8, 13.8.2.
• Adv., DS. 14.102.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐτελής: полезный, выгодный (ἐμπορεύματα Xen.): λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν Plat. прожить (свою) жизнь наиболее целесообразно; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον Dem. то, что наиболее выгодно с денежной точки зрения.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτελής: λυσιτελές, (λύω V, τέλος) κυρίως, ὁ πληρώνων τὰ γινόμενα ἔξοδα, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Πλάτ. Κρατ. 417C· ἐντεῦθεν, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἐπωφελής, ἐπικερδής, τὸ πρᾶγμά μοι λ. Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 8· οὐδέποτ’... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης Πλάτ. Πολ. 354A, πρβλ. 364A· ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα Ξεν. Ἱέρ. 9, 11· λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν Πλάτ. Πολ. 344E· λυσιτελῆ, πλεονεκτήματα, Πολύβ. 4. 38, 8· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον, ὅ,τι ἦτο ὠφελιμώτατον ὡς πρὸς τὰ χρήματα, Δημ. 461. 2. 2) εὐθηνός, Ξεν. Πόροι 4, 30, Διον. Ἁλ. 7. 37. ΙΙ. σπανίως ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. λυσιτελῶς, Διόδ. 14. 102· Ὑπερθ. λυσιτελέστατα, Ἡρῳδιαν. 3. 5. 2) εὐθηνά, τοῦ δέοντος πρίασθαι λυσιτελέστερον Αἰλ. π. Ζ. 10. 50.

Greek Monolingual

-ες (Α λυσιτελής, λυσιτελές)
ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ' ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες
2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός
3. φθηνός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λυσιτελῆ
τα πλεονεκτήματα.
επίρρ...
λυσιτελώς (Α λυσιτελῶς)
κατά συμφέροντα τρόπο
αρχ.
φθηνότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τελής (< τέλος), πρβλ. αρτιτελής, δημοτελής].

Greek Monotonic

λῡσιτελής: -ές (λύω V, τέλος
1. αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα, τα ἔξοδα· απ' όπου, χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος, επικερδής, σε Πλάτ.· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον, οτιδήποτε ήταν ωφελιμώτατο ως προς τα χρήματα, σε Δημ.
2. φθηνός, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: useful, profitable, advantageous
Derivatives: λυσιτελέω be profitable, useful (IA.), λυσιτέλεια profit, advantage.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "paying the costs", governing comp. of λύειν and τὰ τέλη. Cf. v. Straub Philol. 70, 157ff.

Middle Liddell

λῡσι-τελής, ές [λύω V, τέλος
1. paying what is due: hence, useful, profitable, advantageous, Plat.; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, Dem.
2. cheap, Xen.

Frisk Etymology German

λυσιτελής: {lusitelḗs}
Meaning: vorteilhaft, nützlich, preiswert
Derivative: mit λυσιτελέω vorteilhaft sein, nützen (ion. att.), λυσιτέλεια Vorteil, Nutzen, Ertrag.
Etymology: Eig. "die Kosten einlösend, einbringend, tilgend", verbales Rektionskomp. von λύειν τὰ τέλη. Vgl. v. Straub Philol. 70, 157ff.
Page 2,146-147

Translations

profitable

Asturian: rentable; Belarusian: карысны, выгадны, даходны, прыбытковы, рэнтабельны; Bulgarian: доходен; Catalan: profitós, rendible; Chinese Mandarin: 可獲利的/可获利的, 有利可圖/有利可图, 有益; Czech: ziskový, výhodný; Danish: rentabel, fortjenstgivende; Dutch: winstgevend; Esperanto: profitodona, profitebla; Estonian: kasumlik; Finnish: tuottava, tuottoisa, kannattava; French: profitable, fructueux, lucratif, rentable; Galician: rendible; Georgian: მომგებიანი; German: gewinnbringend, profitabel, lukrativ, einträglich, rentabel; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃; Greek: επικερδής, κερδοφόρος; Ancient Greek: διάφορος, ἔμφορος, ἐπικερδής, ἐπῳδός, καρπώσιμος, κερδαλέος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὀνήσιμος, ὀνητός, ὀφέλλιμος, πόριμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, συμφέρων, σύμφορος, φόριμος, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Hungarian: nyereséges; Irish: airgeadúil; Italian: redditizio, fruttifero, remunerativo; Japanese: 有益な, 利益になる; Korean: 유익하다, 유리하다; Latin: lucrosus, lucrificus; Macedonian: доходовен, доходен; Maori: whaihua; Norwegian Bokmål: lønnsom; Nynorsk: lønsam, lønnsam; Polish: dochodowy, korzystny; Portuguese: lucrativo; Romanian: profitabil, fructuos, lucrativ; Russian: выгодный, прибыльный, доходный, рентабельный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian: isplativ, unosan; Spanish: rentable, provechoso, lucrativo, ventajoso, remunerativo; Swedish: lönsam, vinstgivande; Turkish: kârlı, kazançlı; Ukrainian: вигідний, дохі́дний, прибутковий, рентабельний

useful

Afrikaans: nuttig; Albanian: dobishëm; Arabic: مُفِيد‎, نَافِع‎; Egyptian Arabic: مفيد‎; Asturian: útil; Azerbaijani: lazımlı, faydalı, xeyirli; Belarusian: карысны; Bengali: ব্যবহারযোগ্য; Bulgarian: полезен; Catalan: útil; Chinese Cantonese: 有用; Mandarin: 有用, 實用, 实用; Czech: užitečný; Danish: nyttig, tjenlig; Dutch: nuttig, bruikbaar, dienstig; Esperanto: utila; Estonian: kasulik; Faroese: nýttigur; Finnish: hyödyllinen, käytännöllinen; French: utile; Galician: útil; Georgian: სასარგებლო, მარგებელი, გამოსადეგი, ვარგისი; German: nützlich; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃, 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: χρήσιμος; Ancient Greek: ἄρκιος, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, κράγυος, κρήγυος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὄνειος, ὀνήσιμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, σύμφορος, χρεῖος, χρήσιμος, χρηστήριος, χρηστικός, χρηστός, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Haitian Creole: itil; Hebrew: שִׁמּוּשִׁי‎, מוֹעִיל‎; Hindi: उपयोगी, उपकारी; Hungarian: hasznos; Icelandic: gagnlegur; Ido: utila; Indonesian: berguna; Irish: úsáideach, acrach; Italian: utile; Japanese: 有用, 便利, 役に立つ; Kabuverdianu: jeitozu; Korean: 유용하다, 도움이 되다; Kurdish Central Kurdish: بەسوود‎, بەکەڵک‎, بە دەسد‎; Lao: ທົ່ວໄປ; Latin: utilis; Latvian: derīgs; Lithuanian: naudingas; Luxembourgish: sënnvoll; Malay: berguna; Maori: whaihua; Mongolian: хэрэгтэй; Norwegian: nyttig; Bokmål: tjenlig; Nynorsk: tenleg; Occitan: util; Old English: nytt; Papiamentu: útil; Persian: سودمند‎, مفید‎; Plautdietsch: deenstboa, nutzboa; Polish: pożyteczny, przydatny, użyteczny; Portuguese: útil; Romanian: util, folositor, trebuincios; Russian: полезный, пригодный, практичный, нелишний; Scottish Gaelic: goireasach; Serbo-Croatian: koristan; Cyrillic: употрѐбљив; Roman: upotrèbljiv; Slovak: užitočný; Slovene: uporaben; Southern Altai: тузалу; Spanish: útil; Swahili: faida; Swedish: nyttig, användbar, tjänlig; Tagalog: makabuluhan, may bisa; Telugu: ఉపయోగకరము; Thai: ประโยชน์; Turkish: faydalı, yararlı; Tuvaluan: aogaa; Ukrainian: корисний; Uyghur: bolmaq; Vietnamese: có ích; Welsh: buddiol; West Frisian: nuttich; Westrobothnian: tjenli; Yiddish: נוציק‎, נוצלעך‎, ניצלעך‎