βιβλιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βιβλιοφόρος:''' v. l. [[βιβλιαφόρος]] ὁ письмоносец или гонец Polyb.
|elrutext='''βιβλιοφόρος:''' v. l. [[βιβλιαφόρος]] ὁ [[письмоносец или гонец]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 08:45, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Bücher, Briefe tragend, Pol. 4, 22 u. Sp., s. βιβλιαφόρος.

Russian (Dvoretsky)

βιβλιοφόρος: v. l. βιβλιαφόροςписьмоносец или гонец Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐπιστολάς, γραμματοκομιστής, Λατ. tabellarius, Πολυβ. Ἀποσπ. 38.

Greek Monolingual

βιβλιοφόρος και βιβλιαφόρος, ο (Α)
ο γραμματοκομιστής.