Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βιβλιοφόρος

From LSJ

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Bücher, Briefe tragend, Pol. 4, 22 u. Sp., s. βιβλιαφόρος.

Russian (Dvoretsky)

βιβλιοφόρος: v. l. βιβλιαφόροςписьмоносец или гонец Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐπιστολάς, γραμματοκομιστής, Λατ. tabellarius, Πολυβ. Ἀποσπ. 38.

Greek Monolingual

βιβλιοφόρος και βιβλιαφόρος, ο (Α)
ο γραμματοκομιστής.