ἀλίνδω: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=ἤ ἀλινδῶ (=[[κυλίω]], περιπλανιέμαι). Ἡ ρίζα εἶναι ἡ ἴδια μέ τή ρίζα αλ τοῦ [[ἀλέω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλίνδησις]], [[ἀλινδήθρα]] (=[[κυλίστρα]]). | |mantxt=ἤ ἀλινδῶ (=[[κυλίω]], [[περιπλανιέμαι]]). Ἡ ρίζα εἶναι ἡ ἴδια μέ τή ρίζα αλ τοῦ [[ἀλέω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀλίνδησις]], [[ἀλινδήθρα]] (=[[κυλίστρα]]). | ||
}} | }} |