reisgenoot: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{nlel\n\|nleltext=)(.*)(\n}}\n{{nlel\n\|nleltext=)(.*)}}" to "$1$2, $4}}") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[συνέκδημος]], [[συνέμπορος]], [[συνοδοιπόρος]], [[συναπόδημος]] | |nleltext=[[ξυνέμπορος]], [[ξύνοδος]], [[ὁδοιπόρος]], [[ὁμέμπορος]], [[ὁμοκέλευθος]], [[συμπράκτωρ ὁδοῦ]], [[συνέκδημος]], [[συνέμπορος]], [[συνοδοιπόρος]], [[συνοδοίπορος]], [[σύνοδος]], [[συνομόπλοος]], [[συνομόπλους]], [[συνόν]], [[συνοῦσα]], [[συνών]], [[συναπόδημος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:19, 26 September 2024
Dutch > Greek
ξυνέμπορος, ξύνοδος, ὁδοιπόρος, ὁμέμπορος, ὁμοκέλευθος, συμπράκτωρ ὁδοῦ, συνέκδημος, συνέμπορος, συνοδοιπόρος, συνοδοίπορος, σύνοδος, συνομόπλοος, συνομόπλους, συνόν, συνοῦσα, συνών, συναπόδημος