reisgenoot
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
Dutch > Greek
ξυνέμπορος, ξύνοδος, ὁδοιπόρος, ὁμέμπορος, ὁμοκέλευθος, συμπράκτωρ ὁδοῦ, συνέκδημος, συνέμπορος, συνοδοιπόρος, συνοδοίπορος, σύνοδος, συνομόπλοος, συνομόπλους, συνόν, συνοῦσα, συνών, συναπόδημος