κατάπνοος: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(b)
 
(6_19)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] angeweht, angehaucht, Poll. 1, 240.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] angeweht, angehaucht, Poll. 1, 240.
}}
{{ls
|lstext='''κατάπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, καταπνεόμενος, φυσώμενος, διαπνεόμενος, «εὔπνους, κατάπνους» [[Πολυδ]]. Α, 240.
}}
}}

Revision as of 10:15, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1371] angeweht, angehaucht, Poll. 1, 240.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, καταπνεόμενος, φυσώμενος, διαπνεόμενος, «εὔπνους, κατάπνους» Πολυδ. Α, 240.