ορειτρεφής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρειτρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος | |mltxt=[[ὀρειτρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος ποταμοῖο», Τρυφιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[αλιτρεφής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:44, 6 February 2024
Greek Monolingual
ὀρειτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος ποταμοῖο», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλιτρεφής].