αλιτρεφής

From LSJ

δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγοςreceive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours

Source

Greek Monolingual

ἁλιτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -τρεφής < ρ. τρέφω ή ουσ. τρέφος.