ἐριῶπις: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐριῶπις:''' ιδος ἡ [[большеглазая]] ([[κούρη]] Hom.).
|elrutext='''ἐριῶπις:''' ιδος ἡ [[большеглазая]] ([[κούρη]] Hom.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριώπης]], ὁ, (θηλ. [[ἐριῶπις]]) (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> «[[οφθαλμός]]» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό<br />[[πρβλ]]. [[ελίκωψ]], [[μύωψ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 04:35, 19 May 2023

Russian (Dvoretsky)

ἐριῶπις: ιδος ἡ большеглазая (κούρη Hom.).

Greek Monolingual

ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)
αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -ωπης (< ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό
πρβλ. ελίκωψ, μύωψ + κατάλ. -ης)].