pioenroos: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[ἀγλαόφαντον]], [[ἀγλαοφῶτις]], [[ | |nleltext=[[ἀγλαόφαντον]], [[ἀγλαοφῶτις]], [[αἱμαγωγόν]], [[ἀλφαιωνία]], [[ἀλφαωνιά]], [[ἀλφαωνία]], [[γλαβρήνη]], [[γλαοφώτη]], [[γλυκυσίδη]], [[γλυκυσίδιον]], [[γλυκυσῖτις]], [[δάκτυλοι Ἰδαῖοι]], [[διχόμηνος]], [[τὸ διχότομον]], [[διχότομον]], [[Ἑκατεία]], [[ἐφιαλτεία]], [[ἐφιαλτία]], [[ἐφιάλτιον]], [[θεοδόνιον]], [[θεοδώνιον]], [[κυνόσπαστος]], [[μήνιον]], [[ὀροβάδιον]], [[ὀρόβαξ]], [[παιωνία]], [[σελήνιον]], [[σεληνόγονον]], [[σεληνόγονος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:27, 19 May 2023
Dutch > Greek
ἀγλαόφαντον, ἀγλαοφῶτις, αἱμαγωγόν, ἀλφαιωνία, ἀλφαωνιά, ἀλφαωνία, γλαβρήνη, γλαοφώτη, γλυκυσίδη, γλυκυσίδιον, γλυκυσῖτις, δάκτυλοι Ἰδαῖοι, διχόμηνος, τὸ διχότομον, διχότομον, Ἑκατεία, ἐφιαλτεία, ἐφιαλτία, ἐφιάλτιον, θεοδόνιον, θεοδώνιον, κυνόσπαστος, μήνιον, ὀροβάδιον, ὀρόβαξ, παιωνία, σελήνιον, σεληνόγονον, σεληνόγονος