ἀπερίδρακτος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[inaprensible]], [[incomprensible]] τὸ | |dgtxt=-ον<br />[[inaprensible]], [[incomprensible]] τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων Ath.Al.<i>Dio</i>.20.1, cf. Gr.Nyss.<i>Ep</i>.24.5. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίδρακτος''': -ον, ([[περιδράσσομαι]]) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, [[ἀκατάληπτος]], τὸ δυσχερὲς ἤ [[τάχα]] καὶ τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων προβαλλόμενος Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 257Α. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. | |lstext='''ἀπερίδρακτος''': -ον, ([[περιδράσσομαι]]) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, [[ἀκατάληπτος]], τὸ δυσχερὲς ἤ [[τάχα]] καὶ τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων προβαλλόμενος Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 257Α. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:54, 29 January 2024
Spanish (DGE)
-ον
inaprensible, incomprensible τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων Ath.Al.Dio.20.1, cf. Gr.Nyss.Ep.24.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίδρακτος: -ον, (περιδράσσομαι) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, ἀκατάληπτος, τὸ δυσχερὲς ἤ τάχα καὶ τὸ ἀπερίδρακτον τῶν ζητουμένων προβαλλόμενος Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 257Α. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ.