ὁλοῦμαι: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=ὁλοῦμαι, ὁλοόομαι (Α) όλος<br />(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομ...")
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁλοῦμαι]], [[ὁλοόομαι]] (Α) [[όλος]]<br />(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.
|mltxt=[[ὁλοῦμαι]], [[ὁλόομαι]] (Α) [[όλος]]<br />(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 12:48, 26 March 2024

Greek Monolingual

ὁλοῦμαι, ὁλόομαι (Α) όλος
(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.