ὁλόομαι

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόομαι Medium diacritics: ὁλόομαι Low diacritics: ολόομαι Capitals: ΟΛΟΟΜΑΙ
Transliteration A: holóomai Transliteration B: holoomai Transliteration C: oloomai Beta Code: o(lo/omai

English (LSJ)

Pass., to be constituted a whole, consist of a whole, Dam.Pr.276, cf. EM821.37.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόομαι: Παθ., πληροῦμαι, συμπληροῦμαι, τελειοῦμαι, Ἐτυμ. Μέγ. 821. 37.

Greek Monolingual

ὁλοῦμαι, ὁλόομαι (Α) όλος
(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.