ὁλοῦμαι

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

ὁλοῦμαι, ὁλόομαι (Α) όλος
(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.