Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κώδιον: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(13_6a)
 
(6_22)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1540.png Seite 1540]] τό, dim. zu [[κῶας]], <b class="b2">Fell, Schaaffell</b>, bes. als Bettstück gebraucht; Ar. Pax 1088; προβάτων Arist. H. A. 8, 10; ὁ δέ γε πλύνει κώδια Ar. Plut. 166; Ran. 1474; komisch γενοίμην ἓν Κρατίνου [[κώδιον]] Equ. 400; ἐγκεκαλυμμένος ἐν κώδίοις τισὶ καὶ στρώμασι Plat. Prot. 315 d; περιέζωνται μικρὰ κώδια Strab. XVII, 822; Sp.; – τὸ χρυσοῦν [[κώδιον]], Luc. Gall. 1. – Wahrscheinlich [[κῴδιον]] statt κωΐδιον, u. dah. der Accent.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1540.png Seite 1540]] τό, dim. zu [[κῶας]], <b class="b2">Fell, Schaaffell</b>, bes. als Bettstück gebraucht; Ar. Pax 1088; προβάτων Arist. H. A. 8, 10; ὁ δέ γε πλύνει κώδια Ar. Plut. 166; Ran. 1474; komisch γενοίμην ἓν Κρατίνου [[κώδιον]] Equ. 400; ἐγκεκαλυμμένος ἐν κώδίοις τισὶ καὶ στρώμασι Plat. Prot. 315 d; περιέζωνται μικρὰ κώδια Strab. XVII, 822; Sp.; – τὸ χρυσοῦν [[κώδιον]], Luc. Gall. 1. – Wahrscheinlich [[κῴδιον]] statt κωΐδιον, u. dah. der Accent.
}}
{{ls
|lstext='''κώδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κῶας]], «προβιά», δορὰ προβάτου [[μετὰ]] τοῦ ἐρίου, χρησιμεύουσα ὡς [[στρωμνή]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 400, Βάτρ. 1478, Πλάτ. Πρωτ. 315D, κτλ. Ὁ Meineke γράφει κῴδιον παρ’ Ἀθην. 478C.
}}
}}

Revision as of 10:38, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1540] τό, dim. zu κῶας, Fell, Schaaffell, bes. als Bettstück gebraucht; Ar. Pax 1088; προβάτων Arist. H. A. 8, 10; ὁ δέ γε πλύνει κώδια Ar. Plut. 166; Ran. 1474; komisch γενοίμην ἓν Κρατίνου κώδιον Equ. 400; ἐγκεκαλυμμένος ἐν κώδίοις τισὶ καὶ στρώμασι Plat. Prot. 315 d; περιέζωνται μικρὰ κώδια Strab. XVII, 822; Sp.; – τὸ χρυσοῦν κώδιον, Luc. Gall. 1. – Wahrscheinlich κῴδιον statt κωΐδιον, u. dah. der Accent.

Greek (Liddell-Scott)

κώδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κῶας, «προβιά», δορὰ προβάτου μετὰ τοῦ ἐρίου, χρησιμεύουσα ὡς στρωμνή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 400, Βάτρ. 1478, Πλάτ. Πρωτ. 315D, κτλ. Ὁ Meineke γράφει κῴδιον παρ’ Ἀθην. 478C.