3,270,824
edits
(13_6b) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0023.png Seite 23]] ῶνος, ὁ ([[λείβω]]), jeder feuchte u. deshalb grasreiche Ort, Aue, Wiese, ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου ἤνθεον, Od. 5, 72 u. öfter; [[μαλακός]] auch Hes. Th. 279 u. a. D.; [[βαθύς]], [[βούχιλος]], [[χιονόβοσκος]], Aesch. Prom. 656 Suppl. 535. 554; [[βουθερής]], Soph. Trach. 187 u. öfter, wie Eur. u. Ar.; in Prosa, Xen. Cyr. 1, 4, 11 u. sonst; übertr. sagt Plat. Soph. 222 a πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνας ἀφθόνους, die reichen Auen des Reichthums; u. so ähnl. öfter bei Plut. u. a. Sp. Auch von blühender Gesichtsfarbe, u. übh. von jeder mit lebhaften, bunten Farben gezierten Fläche, z. B. dem Pfauenschweif, Achill. Tat. 1, 16; vgl. Ael. H. A. 5, 21; [[σπόγγος]] heißt λειμὼν χυτῆς θαλάσσης, Phil. 52 (VI, 60). – Wie [[κῆπος]] auch τὸ γυναικεῖον [[αἰδοῖον]], Eur. Cycl. 173. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0023.png Seite 23]] ῶνος, ὁ ([[λείβω]]), jeder feuchte u. deshalb grasreiche Ort, Aue, Wiese, ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου ἤνθεον, Od. 5, 72 u. öfter; [[μαλακός]] auch Hes. Th. 279 u. a. D.; [[βαθύς]], [[βούχιλος]], [[χιονόβοσκος]], Aesch. Prom. 656 Suppl. 535. 554; [[βουθερής]], Soph. Trach. 187 u. öfter, wie Eur. u. Ar.; in Prosa, Xen. Cyr. 1, 4, 11 u. sonst; übertr. sagt Plat. Soph. 222 a πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνας ἀφθόνους, die reichen Auen des Reichthums; u. so ähnl. öfter bei Plut. u. a. Sp. Auch von blühender Gesichtsfarbe, u. übh. von jeder mit lebhaften, bunten Farben gezierten Fläche, z. B. dem Pfauenschweif, Achill. Tat. 1, 16; vgl. Ael. H. A. 5, 21; [[σπόγγος]] heißt λειμὼν χυτῆς θαλάσσης, Phil. 52 (VI, 60). – Wie [[κῆπος]] auch τὸ γυναικεῖον [[αἰδοῖον]], Eur. Cycl. 173. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λειμών''': -ῶνος, ὁ, ([[λείβω]]) νοτερὸς καὶ [[ποώδης]] [[τόπος]], [[λιβάδιον]], Ἰλ. Β. 467, κτλ.· ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 72· λ. μαλακὸς Ἡσ. Θ. 279· βαθὺς Αἰσχύλ. Πρ. 653· [[βούχιλος]], βουθερὴς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 540, Σοφ. Τρ. 188· - μεταφ., λειμῶνα Μουσῶν δρέπειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1300· ἐν λειμῶνι ποταμίων ποτῶν, ἐν τῷ λείῳ ποταμίῳ ὕδατι (πρβλ. [[ἄλσος]] καὶ Neptunia prata ἐπὶ τῆς θαλάσσης), Σοφ. Ἀποσπ. 587· ἐν Ἀνθ. Π. 6. 66 ὁ [[σπόγγος]] καλεῖται χυτῆς λειμὼν θαλάσσης· καὶ παρὰ Πλάτ. ἔχομεν πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνες Σοφ. 222Α, πρβλ. Φαῖδρ. 248Β. ΙΙ. ὡς τὸ [[κῆπος]], [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Εὐρ. Κύκλ. 171. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[συχν]]. μεταφ. ἐπὶ πάση λαμπρᾶς, ἀνθηρᾶς ἐπιφανείας, [[οἷον]] ἐπὶ ἀνθηροῦ προσώπου, ἐπὶ κεντης τῆς ἐσθῆτος, ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ ταῶ, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλ. Τάτ. 478, 486· - [[ὡσαύτως]], λ. λέξεων Σουΐδ. προοίμ., πρβλ. A. Gell. προοίμ. § 6· καὶ ὡς ὑποκορ., λειμωνάριον, τό, τὸ [[ὄνομα]] δύο μοναστικῶν βιβλίων περιεχόντων βίους ἀσκητῶν, τὸ Μέγα Λειμωνάριον καὶ τὸ Νέον Λειμωνάριον, Φωτ. Προβλ. σ. 161. 23. | |||
}} | }} |