Anonymous

λειμών: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειμών''': -ῶνος, ὁ, ([[λείβω]]) νοτερὸς καὶ [[ποώδης]] [[τόπος]], [[λιβάδιον]], Ἰλ. Β. 467, κτλ.· ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 72· λ. μαλακὸς Ἡσ. Θ. 279· βαθὺς Αἰσχύλ. Πρ. 653· [[βούχιλος]], βουθερὴς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 540, Σοφ. Τρ. 188· - μεταφ., λειμῶνα Μουσῶν δρέπειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1300· ἐν λειμῶνι ποταμίων ποτῶν, ἐν τῷ λείῳ ποταμίῳ ὕδατι (πρβλ. [[ἄλσος]] καὶ Neptunia prata ἐπὶ τῆς θαλάσσης), Σοφ. Ἀποσπ. 587· ἐν Ἀνθ. Π. 6. 66 ὁ [[σπόγγος]] καλεῖται χυτῆς λειμὼν θαλάσσης· καὶ παρὰ Πλάτ. ἔχομεν πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνες Σοφ. 222Α, πρβλ. Φαῖδρ. 248Β. ΙΙ. ὡς τὸ [[κῆπος]], [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Εὐρ. Κύκλ. 171. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[συχν]]. μεταφ. ἐπὶ πάση λαμπρᾶς, ἀνθηρᾶς ἐπιφανείας, [[οἷον]] ἐπὶ ἀνθηροῦ προσώπου, ἐπὶ κεντης τῆς ἐσθῆτος, ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ ταῶ, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλ. Τάτ. 478, 486· - [[ὡσαύτως]], λ. λέξεων Σουΐδ. προοίμ., πρβλ. A. Gell. προοίμ. § 6· καὶ ὡς ὑποκορ., λειμωνάριον, τό, τὸ [[ὄνομα]] δύο μοναστικῶν βιβλίων περιεχόντων βίους ἀσκητῶν, τὸ Μέγα Λειμωνάριον καὶ τὸ Νέον Λειμωνάριον, Φωτ. Προβλ. σ. 161. 23.
|lstext='''λειμών''': -ῶνος, ὁ, ([[λείβω]]) νοτερὸς καὶ [[ποώδης]] [[τόπος]], [[λιβάδιον]], Ἰλ. Β. 467, κτλ.· ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 72· λ. μαλακὸς Ἡσ. Θ. 279· βαθὺς Αἰσχύλ. Πρ. 653· [[βούχιλος]], βουθερὴς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 540, Σοφ. Τρ. 188· - μεταφ., λειμῶνα Μουσῶν δρέπειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1300· ἐν λειμῶνι ποταμίων ποτῶν, ἐν τῷ λείῳ ποταμίῳ ὕδατι (πρβλ. [[ἄλσος]] καὶ Neptunia prata ἐπὶ τῆς θαλάσσης), Σοφ. Ἀποσπ. 587· ἐν Ἀνθ. Π. 6. 66 ὁ [[σπόγγος]] καλεῖται χυτῆς λειμὼν θαλάσσης· καὶ παρὰ Πλάτ. ἔχομεν πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνες Σοφ. 222Α, πρβλ. Φαῖδρ. 248Β. ΙΙ. ὡς τὸ [[κῆπος]], [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Εὐρ. Κύκλ. 171. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[συχν]]. μεταφ. ἐπὶ πάση λαμπρᾶς, ἀνθηρᾶς ἐπιφανείας, [[οἷον]] ἐπὶ ἀνθηροῦ προσώπου, ἐπὶ κεντης τῆς ἐσθῆτος, ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ ταῶ, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλ. Τάτ. 478, 486· - [[ὡσαύτως]], λ. λέξεων Σουΐδ. προοίμ., πρβλ. A. Gell. προοίμ. § 6· καὶ ὡς ὑποκορ., λειμωνάριον, τό, τὸ [[ὄνομα]] δύο μοναστικῶν βιβλίων περιεχόντων βίους ἀσκητῶν, τὸ Μέγα Λειμωνάριον καὶ τὸ Νέον Λειμωνάριον, Φωτ. Προβλ. σ. 161. 23.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><b>1</b> tout lieu humide, pré, prairie, pelouse;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> abondance de richesse <i>ou</i> de plaisirs, fleur de jeunesse;<br /><b>3</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λείβω]].
}}
}}