στερεώδης: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_7) |
(38) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερεώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ τὴν φύσιν σταθερὸς ἢ [[στερεός]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ. | |lstext='''στερεώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ τὴν φύσιν σταθερὸς ἢ [[στερεός]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[στερεός]]<br />[[στερεοειδής]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:31, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 937] ες, von fester, solider Art, Alex. Trall.
Greek (Liddell-Scott)
στερεώδης: -ες, (εἶδος) ὁ τὴν φύσιν σταθερὸς ἢ στερεός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α στερεός
στερεοειδής.