Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποπαρθενεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(6_5)
(big3_6)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπαρθενεύω''': ἀποστερῶ τῆς [[παρθενίας]], [[διακορεύω]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. 10˙ καὶ ἀποπαρθενόω, Ἑβδ. (Σειρὰχ κ΄, 3).
|lstext='''ἀποπαρθενεύω''': ἀποστερῶ τῆς [[παρθενίας]], [[διακορεύω]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. 10˙ καὶ ἀποπαρθενόω, Ἑβδ. (Σειρὰχ κ΄, 3).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> en v. act. [[mantenerse virgen]] (en alusión a οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτούς <i>Eu.Matt</i>.19.12), Meth.<i>Symp</i>.1.1 (p.7.13).<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[dejar de ser virgen]] entre los saurómatas αἱ γυναῖκες ... οὐκ ἀποπαρθενεύονται δέ, μέχρις ... Hp.<i>Aër</i>.17.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 318] entjungfern; pass., aufhören Jungfrau zu sein, heirathen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπαρθενεύω: ἀποστερῶ τῆς παρθενίας, διακορεύω, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. 10˙ καὶ ἀποπαρθενόω, Ἑβδ. (Σειρὰχ κ΄, 3).

Spanish (DGE)

1 en v. act. mantenerse virgen (en alusión a οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτούς Eu.Matt.19.12), Meth.Symp.1.1 (p.7.13).
2 en v. med. dejar de ser virgen entre los saurómatas αἱ γυναῖκες ... οὐκ ἀποπαρθενεύονται δέ, μέχρις ... Hp.Aër.17.