προκουράτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
(6_22) |
(34) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκουράτωρ''': -ωρος, Λατ. procurator, = [[ἐπίτροπος]], Συνοδ. Καρθ. Καν. 16, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136. | |lstext='''προκουράτωρ''': -ωρος, Λατ. procurator, = [[ἐπίτροπος]], Συνοδ. Καρθ. Καν. 16, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωρος, ὁ, Μ<br />[[ρωμαιοκαθολικός]] [[κληρικός]], επικεφαλής μητροπολιτικού ναού σε [[χώρα]] της Ευρώπης [[κατά]] τον Μεσαίωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>procurator</i> «[[επίτροπος]], [[επιμελητής]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>procuro</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:22, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
προκουράτωρ: -ωρος, Λατ. procurator, = ἐπίτροπος, Συνοδ. Καρθ. Καν. 16, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136.
Greek Monolingual
-ωρος, ὁ, Μ
ρωμαιοκαθολικός κληρικός, επικεφαλής μητροπολιτικού ναού σε χώρα της Ευρώπης κατά τον Μεσαίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. procurator «επίτροπος, επιμελητής» (< procuro)].