ρωμαιοκαθολικός
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ρωμαιοκαθολισμό και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο πιστός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
3. φρ. «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία» — η Εκκλησία της Δύσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά από το μεγάλο σχίσμα Ανατολής και Δύσης το 1054 και την προτεσταντική μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα και που αποτελεί τον έναν από τους τρεις μεγάλους κλάδους του χριστιανισμού, αλλ. Δυτική, Λατινική, Ρωμαϊκή ή Καθολική Εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ρωμαίος + καθολικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο]·