διεδρία: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(6_11) |
(9) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεδρία''': ἡ, τὸ καθῆσαι [[χωρίς]], χωριστά· ἐπὶ πτηνῶν, ὧν ἡ τοιαύτη [[θέσις]] προεσήμαινεν ἀγῶνα καὶ ἔριν καὶ μάχην, ἀντίθ. τῷ [[συνεδρία]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1, 10· πληθ. διεδρίαι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 13. | |lstext='''διεδρία''': ἡ, τὸ καθῆσαι [[χωρίς]], χωριστά· ἐπὶ πτηνῶν, ὧν ἡ τοιαύτη [[θέσις]] προεσήμαινεν ἀγῶνα καὶ ἔριν καὶ μάχην, ἀντίθ. τῷ [[συνεδρία]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1, 10· πληθ. διεδρίαι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διεδρία]], η (Α) [[δίεδρος]]<br />(σε [[οιωνοσκοπία]]) το να κάθονται τα πουλιά [[χωριστά]], [[πράγμα]] που οι μάντεις θεωρούσαν ως [[κακό]] [[σημάδι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 617] ἡ, Uneinigkeit, Ggstz von συνεδρία, Ausdruck der Wahrsager, Arist. H. A. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
διεδρία: ἡ, τὸ καθῆσαι χωρίς, χωριστά· ἐπὶ πτηνῶν, ὧν ἡ τοιαύτη θέσις προεσήμαινεν ἀγῶνα καὶ ἔριν καὶ μάχην, ἀντίθ. τῷ συνεδρία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1, 10· πληθ. διεδρίαι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 13.
Greek Monolingual
διεδρία, η (Α) δίεδρος
(σε οιωνοσκοπία) το να κάθονται τα πουλιά χωριστά, πράγμα που οι μάντεις θεωρούσαν ως κακό σημάδι.