διεδρία
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
German (Pape)
[Seite 617] ἡ, Uneinigkeit, Gegensatz von συνεδρία, Ausdruck der Wahrsager, Arist. H. A. 9, 2.
Russian (Dvoretsky)
διεδρία: ἡ сидение врозь Arst.
Greek (Liddell-Scott)
διεδρία: ἡ, τὸ καθῆσαι χωρίς, χωριστά· ἐπὶ πτηνῶν, ὧν ἡ τοιαύτη θέσις προεσήμαινεν ἀγῶνα καὶ ἔριν καὶ μάχην, ἀντίθ. τῷ συνεδρία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1, 10· πληθ. διεδρίαι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 13.
Greek Monolingual
διεδρία, η (Α) δίεδρος
(σε οιωνοσκοπία) το να κάθονται τα πουλιά χωριστά, πράγμα που οι μάντεις θεωρούσαν ως κακό σημάδι.