3,274,919
edits
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράχωμα''': τό, σωρὸς χώματος χρησιμεύων ὡς [[πρόχωμα]] εἰς τὰ πλάγια διώρυχος ἢ τάφρου, Στράβ. 212, 458. | |lstext='''παράχωμα''': τό, σωρὸς χώματος χρησιμεύων ὡς [[πρόχωμα]] εἰς τὰ πλάγια διώρυχος ἢ τάφρου, Στράβ. 212, 458. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />chaussé élevée auprès, digue.<br />'''Étymologie:''' [[παραχώννυμι]]. | |||
}} | }} |