Anonymous

παράχωμα: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />chaussé élevée auprès, digue.<br />'''Étymologie:''' [[παραχώννυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br />chaussé élevée auprès, digue.<br />'''Étymologie:''' [[παραχώννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[παραχώννυμι]]<br />[[σωρός]] από [[χώμα]] που χρησιμεύει ως [[πρόχωμα]] στα [[πλάγια]] διώρυγας ή τάφρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παραχώνω]]<br /><b>2.</b> [[συσσώρευση]] χώματος [[κοντά]] στη [[ρίζα]] φυτού για να διατηρείται η [[υγρασία]] [[μέσα]] στον λάκκο<br /><b>3.</b> [[απόκρυψη]] [[μέσα]] στη γη, [[επικάλυψη]] με [[χώμα]]<br /><b>4.</b> <b>ειρων.</b> [[ενταφιασμός]].
}}
}}