παράχωμα
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
-ατος, τό, embankment, dyke, in plural, Str.5.1.5, 10.2.19.
German (Pape)
[Seite 508] τό, daneben aufgeschütteter oder aufgeworfener Damm, Strab. 5, 1, 5 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chaussé élevée auprès, digue.
Étymologie: παραχώννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
παράχωμα: τό, σωρὸς χώματος χρησιμεύων ὡς πρόχωμα εἰς τὰ πλάγια διώρυχος ἢ τάφρου, Στράβ. 212, 458.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ παραχώννυμι
σωρός από χώμα που χρησιμεύει ως πρόχωμα στα πλάγια διώρυγας ή τάφρου
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραχώνω
2. συσσώρευση χώματος κοντά στη ρίζα φυτού για να διατηρείται η υγρασία μέσα στον λάκκο
3. απόκρυψη μέσα στη γη, επικάλυψη με χώμα
4. ειρων. ενταφιασμός.
Greek Monotonic
παράχωμα: τό, σωρός χώματος που χρησιμεύει ως ανάχωμα, τάφρος, σε Στράβ.
Middle Liddell
παράχωμα, ατος, τό,
a side embankment, a dyke, Strab.