πολυκλόνητος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_18)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυκλόνητος''': -ον, ὁ πολὺ κλονούμενος, πολὺ ἢ [[πάντοτε]] κινούμενος, Συνέσ. 98Α.
|lstext='''πολυκλόνητος''': -ον, ὁ πολὺ κλονούμενος, πολὺ ἢ [[πάντοτε]] κινούμενος, Συνέσ. 98Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κλονίζεται πολύ<br /><b>2.</b> αυτός που κινείται πολύ ή [[πάντοτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλονίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>κλόνητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 664] viel bewegt, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκλόνητος: -ον, ὁ πολὺ κλονούμενος, πολὺ ἢ πάντοτε κινούμενος, Συνέσ. 98Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κλονίζεται πολύ
2. αυτός που κινείται πολύ ή πάντοτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλόνητος (< κλονίζω), πρβλ. α-κλόνητος].