συρίσκος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_20)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συρίσκος''': σύρισσος, ἴδε ὑρισός.
|lstext='''συρίσκος''': σύρισσος, ἴδε ὑρισός.
}}
{{grml
|mltxt=και ὑρίσκος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγγεῑόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι<br />τινὲς δὲ ὑρίσκον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σύριχος]].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συρίσκος: σύρισσος, ἴδε ὑρισός.

Greek Monolingual

και ὑρίσκος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι
τινὲς δὲ ὑρίσκον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος.