διοιστρέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(6_7) |
(big3_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διοιστρέω''': ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ. | |lstext='''διοιστρέω''': ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[recorrer excitadamente]], [[saltar por]] θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμον Theodorid.<i>SHell</i>.744 (cj., v. ap. crít.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[excitar]] en v. pas. τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτους D.S.4.12, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.33, ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσης Eun.<i>Hist</i>.20.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
strengthd. for οἰστρέω, D.S.4.12, Philostr.VA1.33 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
διοιστρέω: ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ.
Spanish (DGE)
1 recorrer excitadamente, saltar por θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμον Theodorid.SHell.744 (cj., v. ap. crít.).
2 fig. excitar en v. pas. τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτους D.S.4.12, cf. Philostr.VA 1.33, ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσης Eun.Hist.20.5.