ξενοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(6_14)
(27)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενοτρόφος''': ὁ τρέφων ξένους, διατηρῶν ξενικὸν στρατὸν μισθοφόρων, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
|lstext='''ξενοτρόφος''': ὁ τρέφων ξένους, διατηρῶν ξενικὸν στρατὸν μισθοφόρων, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενοτρόφος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που περιποιείται τους ξένους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διατηρεί [[ξένα]] μισθοφορικά στρατεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 278] Gastfreunde, Fremde ernährend, Miethssoldaten haltend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοτρόφος: ὁ τρέφων ξένους, διατηρῶν ξενικὸν στρατὸν μισθοφόρων, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.

Greek Monolingual

ξενοτρόφος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που περιποιείται τους ξένους
αρχ.
αυτός που διατηρεί ξένα μισθοφορικά στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος)].