προσκλάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκλάομαι''': παθ., κατασυντρίβομαι ἐπί τινος, Ξεν. Ἱππ. 7, 6. | |lstext='''προσκλάομαι''': παθ., κατασυντρίβομαι ἐπί τινος, Ξεν. Ἱππ. 7, 6. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσκλάομαι:''' Παθ., συντρίβομαι πάνω σε, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
pf. Pass. -κέκλασμαι,
A to be shattered or shivered against, X.Eq.7.6.
Greek (Liddell-Scott)
προσκλάομαι: παθ., κατασυντρίβομαι ἐπί τινος, Ξεν. Ἱππ. 7, 6.
Greek Monotonic
προσκλάομαι: Παθ., συντρίβομαι πάνω σε, σε Ξεν.