νουσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source
(6_17)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νουσοφόρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ νοσοφόρος, Ἀνθ. Π. 6. 27.
|lstext='''νουσοφόρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ νοσοφόρος, Ἀνθ. Π. 6. 27.
}}
{{grml
|mltxt=[[νουσοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> αυτός που προκαλεί [[αρρώστια]], ο [[νοσογόνος]] («γήραϊ νουσοφόρῳ», Θεαίτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νοῦσος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουσοφόρος Medium diacritics: νουσοφόρος Low diacritics: νουσοφόρος Capitals: ΝΟΥΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nousophóros Transliteration B: nousophoros Transliteration C: nousoforos Beta Code: nousofo/ros

English (LSJ)

ον, Ion. for

   A νοσοφόρος, γῆρας AP6.27 (Theaet.).

Greek (Liddell-Scott)

νουσοφόρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ νοσοφόρος, Ἀνθ. Π. 6. 27.

Greek Monolingual

νουσοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. αυτός που προκαλεί αρρώστια, ο νοσογόνος («γήραϊ νουσοφόρῳ», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + -φόρος].