3,277,206
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθεμόεις''': εσσα, εν, [[ὡσαύτως]] [[ἀνθεμόεις]] ὡς θηλ., Ἰλ. Β. 695, Ἡσ. Ἀποσπ. 22: ― ἐπὶ τόπων, ὁ [[πλήρης]] ἀνθέων, ἐν λειμῶνι Σκαμανδρίῳ ἀνθεμόεντι Ἰλ. Β. 467, πρβλ. 695, καὶ ἀλλαχοῦ. ΙΙ. ἐπὶ σκευῶν ἐκ μετάλλου, [[λαμπρός]], ἀποστίλβων ἢ (κατ’ ἄλλους) εἰργασμένος, πεποικιλμένος δι’ ἀνθέων, λέβητ’ ἄπυρον... ἀνθεμόεντα Ἰλ. Ψ. 885· ἐν ἀνθεμόεντι λέβητι Ὀδ. Γ. 440· κρητῆρα πανάργυρον ἀν. Ω. 275· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐνδύματος, καὶ ἀνθεμόεντα κύπασσιν, πεποικιλμένην δι’ ἀνθέων, Ἀνθ. Π. 6. 272. | |lstext='''ἀνθεμόεις''': εσσα, εν, [[ὡσαύτως]] [[ἀνθεμόεις]] ὡς θηλ., Ἰλ. Β. 695, Ἡσ. Ἀποσπ. 22: ― ἐπὶ τόπων, ὁ [[πλήρης]] ἀνθέων, ἐν λειμῶνι Σκαμανδρίῳ ἀνθεμόεντι Ἰλ. Β. 467, πρβλ. 695, καὶ ἀλλαχοῦ. ΙΙ. ἐπὶ σκευῶν ἐκ μετάλλου, [[λαμπρός]], ἀποστίλβων ἢ (κατ’ ἄλλους) εἰργασμένος, πεποικιλμένος δι’ ἀνθέων, λέβητ’ ἄπυρον... ἀνθεμόεντα Ἰλ. Ψ. 885· ἐν ἀνθεμόεντι λέβητι Ὀδ. Γ. 440· κρητῆρα πανάργυρον ἀν. Ω. 275· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐνδύματος, καὶ ἀνθεμόεντα κύπασσιν, πεποικιλμένην δι’ ἀνθέων, Ἀνθ. Π. 6. 272. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> fleuri;<br /><b>2</b> orné de fleurs sculptées <i>ou</i> brodées.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθεμον]]. | |||
}} | }} |