ἀνθεμόεις
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
ἀνθεμόεσσα, ἀνθεμόεν, also εις as fem., Il.2.695, Hes.Fr.16:—
A flowery, of places, ἐν λειμῶνι Σκαμανδρίῳ ἀνθεμόεντι Il.2.467, cf. 695, B.12.88; ἐπ' ἀνθεμόεντι Ἕβρῳ on the flowery banks of Hebrus, 15.5.
II of works in metal, adorned with flowers, λέβητ' ἄπυρον . . ἀ. Il.23.885; ἐν ἀ. λέβητι Od.3.440; κρητῆρα πανάργυρον ἀ. 24.275; embroidered, κύπασσις AP6.272 (Pers.). (ἀνθεμεῦντας ps.-Ion. form in Anacr.62.)
Spanish (DGE)
ἀνθεμόεσσα, ἀνθεμόεν
• Morfología: [tb. fem. -εις Il.2.695, Hes.Fr.34, ac. plu. hiperjón. ἀνθεμεῦντας Anacr.38.2]
I 1florido λειμών Il.2.467, cf. 695, B.13.88, γαῖα Hes.Th.878, πεδίον Pi.Fr.107a.4, ἐπ' ἀνθεμόεντι Ἕβρῳ en los bancales floridos del Nebro B.16.5, ἦρ Alcm.367.1, στέφανοι Anacr.l.c., ζωή Nonn.D.25.531.
2 adornado con relieves de flores λέβης Il.23.885, Od.3.440, κρητήρ Od.24.275.
3 de vivos colores κύπασσις AP 6.272 (Pers.), de un pez σκάροι Marc.Sid.19.
II Ἀνθεμόεσσα, -ης, ἡ Antemoesa e.e. la Florida n. de la isla de las sirenas en el mar Tirreno, Hes.Fr.27, A.R.4.892.
German (Pape)
[Seite 231] ἀνθεμόεσσα, ἀνθεμόεν, blumig. blumenreich, λειμών Il. 2, 467 Od. 12, 159; die Stadt Pyrasos Iliad. 2, 695; γαῖα Hes. Th. 878; sp. D.; ἀνθεμεῦντας Anacr. Ath. Bei Hom. auch von Metallarbeiten, κρητήρ Od. 24, 275; λέβης Il. 23, 885 Od. 3, 440, wahrscheinlich auf Verzierungenin getriebener Arbeit gehend; von blumiger Weberei, κύπασσις, Ep. ad. 114 (VI, 272). – Hom. Iliad. 2, 695 Πύρασον ἀνθεμόεντα berechtigt nicht zur Annahme einer Enallage des genus; wenigstens hielt Aristarch Πύρασος für ein mascul.: Schol. Aristonic. 2, 696 ἡ διπλῆ ὅτι οὐ τὸν Πύρασον λέγει Δήμητρος τέμενος, Schol. Nicanor. ib. ἵν' ὁ Πύρασος λέγηται Δήμητρος τέμενος, Eustath. p. 324, 20 aus Apion und Herodor Δήμητρος γάρ φασι πόλις οὐχ ὁ Πύρασος; Strab. 9, 435 ἦν δὲ πόλις εὐλίμενος ἡ Πύρασος, wiederholt von Eustath. p. 324, 23; weiterhin aber steht auch bei Strab. l. c. καὶ ὁ Πύρασος κατεσκαμμένος.
French (Bailly abrégé)
ἀνθεμόεσσα, ἀνθεμόεν;
1 fleuri;
2 orné de fleurs sculptées ou brodées.
Étymologie: ἄνθεμον.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθεμόεις: (тж. f), ἀνθεμόεσσα, ἀνθεμόεν
1 покрытый цветами, цветущий (λειμών Hom.; γαῖα Hes.; πεδίον Plut.);
2 украшенный изображениями цветов (λέβης Hom.; κύπασσις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεμόεις: ἀνθεμόεσσα, ἀνθεμόεν, ὡσαύτως ἀνθεμόεις ὡς θηλ., Ἰλ. Β. 695, Ἡσ. Ἀποσπ. 22: ― ἐπὶ τόπων, ὁ πλήρης ἀνθέων, ἐν λειμῶνι Σκαμανδρίῳ ἀνθεμόεντι Ἰλ. Β. 467, πρβλ. 695, καὶ ἀλλαχοῦ. ΙΙ. ἐπὶ σκευῶν ἐκ μετάλλου, λαμπρός, ἀποστίλβων ἢ (κατ’ ἄλλους) εἰργασμένος, πεποικιλμένος δι’ ἀνθέων, λέβητ’ ἄπυρον... ἀνθεμόεντα Ἰλ. Ψ. 885· ἐν ἀνθεμόεντι λέβητι Ὀδ. Γ. 440· κρητῆρα πανάργυρον ἀν. Ω. 275· ὡσαύτως ἐπὶ ἐνδύματος, καὶ ἀνθεμόεντα κύπασσιν, πεποικιλμένην δι’ ἀνθέων, Ἀνθ. Π. 6. 272.
English (Autenrieth)
εντος (ἄνθος): flowery; λέβης, κρητήρ, ‘adorned with flowerwork,’ Od. 3.440, Od. 24.275. Cf. cut No. 98.
English (Slater)
ἀνθεμόεις flowery ἀνὰ δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον *fr. 107a. 4*
Greek Monolingual
ἀνθεμόεις, ἀνθεμόεσσα, ἀνθεμόεν (θηλ. και ἀνθεμόεις) (Α)
1. ο ανθισμένος, ο λουλουδιασμένος
2. (για τόπο) γεμάτος λουλούδια, λουλουδάτος
3. (για μεταλλικά σκεύη ή υφάσματα) ο στολισμένος, διακοσμημένος με λουλούδια.
Greek Monotonic
ἀνθεμόεις: -εσσα, -εν και -εις, -εν,
I. ανθηρός, λέγεται για λιβάδια, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για έργα από μέταλλο, λαμπερός, λουστραρισμένος, γυαλισμένος ή επεξεργασμένος με λουλούδια, σε Όμηρ.· λέγεται για ενδύματα, διακοσμημένος με λουλούδια, σε Ανθ.
Middle Liddell
[from ἄνθεμον
I. flowery, of meadows, Il.
II. of works in metal, bright, burnished, or wrought with flowers, Hom.; of tapestry, flowered, Anth.