δαιμονοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(6_17)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονοπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[πρόσωπον]] δαίμονος· μτγν.
|lstext='''δαιμονοπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[πρόσωπον]] δαίμονος· μτγν.
}}
{{grml
|mltxt=[[δαιμονοπρόσωπος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σαν τών δαιμόνων, μαύρο και αποκρουστικά άσχημο.
}}
}}

Latest revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον δαίμονος· μτγν.

Greek Monolingual

δαιμονοπρόσωπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πρόσωπο σαν τών δαιμόνων, μαύρο και αποκρουστικά άσχημο.