διαβεβαιόομαι: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
(6_5)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβεβαιόομαι''': ἀποθ. [[διισχυρίζομαι]], ἰσχυρῶς καὶ ἐπιμόνως βεβαιῶ, Δημ. 220. 4˙ οἱ πρεσβύτεροι δ. οὐδὲν Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 1˙ δ. γεγονέναι τι Διόδ. 13. 90, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 39˙- [[λέγω]] θετικῶς, διαβεβαιώνω, [[περί]] τινος Πολύβ. 12. 12, 6, Σεξτ. ἐμπ. Π. 1. 191.
|lstext='''διαβεβαιόομαι''': ἀποθ. [[διισχυρίζομαι]], ἰσχυρῶς καὶ ἐπιμόνως βεβαιῶ, Δημ. 220. 4˙ οἱ πρεσβύτεροι δ. οὐδὲν Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 1˙ δ. γεγονέναι τι Διόδ. 13. 90, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 39˙- [[λέγω]] θετικῶς, διαβεβαιώνω, [[περί]] τινος Πολύβ. 12. 12, 6, Σεξτ. ἐμπ. Π. 1. 191.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> διεβεβαιωσάμην;<br />affirmer fortement, confirmer, assurer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], βεβαιόομαι.
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

διαβεβαιόομαι: ἀποθ. διισχυρίζομαι, ἰσχυρῶς καὶ ἐπιμόνως βεβαιῶ, Δημ. 220. 4˙ οἱ πρεσβύτεροι δ. οὐδὲν Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 1˙ δ. γεγονέναι τι Διόδ. 13. 90, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 39˙- λέγω θετικῶς, διαβεβαιώνω, περί τινος Πολύβ. 12. 12, 6, Σεξτ. ἐμπ. Π. 1. 191.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
ao. διεβεβαιωσάμην;
affirmer fortement, confirmer, assurer.
Étymologie: διά, βεβαιόομαι.