προσκέπασμα: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_21)
 
(35)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκέπασμα''': τό, [[προκάλυμμα]], Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 191 (= 144).
|lstext='''προσκέπασμα''': τό, [[προκάλυμμα]], Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 191 (= 144).
}}
{{grml
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[προκάλυμμα]]<br /><b>2.</b> προφυλακτικό [[σκέπασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκέπασμα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

προσκέπασμα: τό, προκάλυμμα, Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 191 (= 144).

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Α
1. προκάλυμμα
2. προφυλακτικό σκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σκέπασμα.