Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τεράμων: Difference between revisions

From LSJ
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεράμων''': [ᾰ], -ον, γεν. ονος, ([[τείρω]], [[τέρην]]) ὁ διὰ τοῦ βρασμοῦ γινόμενος [[μαλακός]], ἐπὶ ὀσπρίων, [[ἑψανός]], εὐκολόβραστος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 6, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 1 κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐδάφους ἢ χώματος καταλλήλου διὰ τοιαῦτα φυτά, Σουΐδ.· καὶ ἐπὶ ὕδατος, Φώτ.
|lstext='''τεράμων''': [ᾰ], -ον, γεν. ονος, ([[τείρω]], [[τέρην]]) ὁ διὰ τοῦ βρασμοῦ γινόμενος [[μαλακός]], ἐπὶ ὀσπρίων, [[ἑψανός]], εὐκολόβραστος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 6, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 1 κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐδάφους ἢ χώματος καταλλήλου διὰ τοιαῦτα φυτά, Σουΐδ.· καὶ ἐπὶ ὕδατος, Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />tendre, facile à cuire.<br />'''Étymologie:''' cf. [[τέρην]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεράμων Medium diacritics: τεράμων Low diacritics: τεράμων Capitals: ΤΕΡΑΜΩΝ
Transliteration A: terámōn Transliteration B: teramōn Transliteration C: teramon Beta Code: tera/mwn

English (LSJ)

(A) [ᾰ], ον, gen. ονος, (τείρω, τέρην)

   A becoming soft by boiling, of pulse, Thphr.HP8.8.6, CP4.12.1 sq., cf. Plu.2.701d: Comp. -ονέστερος Thphr.CP5.6.12: also of soil fit for such plants, ib.4.12.3; of water, Phot.
τεράμων (B) [ᾰ], ωνος or οντος, ὁ (?),

   A = κάλαμος, Anacr. ap. Hilgard Excerpta ex libris Herodiani (Leipzig 1887) p.21, Pl.Sph. ibid.: v. Hermes 35.544. (Said to be declined as -ντ- stem by Anacr. l.c. (this stem mentioned also by Arc. 13), but -ων -ωνος by Pl. l.c.: not found in our text of Pl.Sph., but τεράμωσι (or perh. τεράμουσι) is to be restored in 221a for καλάμοις.)

German (Pape)

[Seite 1092] gen. ονος, weich, zart, bes. was leicht weich kocht, von Hülsenfrüchten (verwandt mit τέρην), τεραμονέστερος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τεράμων: [ᾰ], -ον, γεν. ονος, (τείρω, τέρην) ὁ διὰ τοῦ βρασμοῦ γινόμενος μαλακός, ἐπὶ ὀσπρίων, ἑψανός, εὐκολόβραστος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 6, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 1 κἑξ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἐδάφους ἢ χώματος καταλλήλου διὰ τοιαῦτα φυτά, Σουΐδ.· καὶ ἐπὶ ὕδατος, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
tendre, facile à cuire.
Étymologie: cf. τέρην.