τεράμων
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
(A) [ᾰ], ον, gen. ονος, (τείρω, τέρην) becoming soft by boiling, of pulse, Thphr.HP8.8.6, CP4.12.1 sq., cf. Plu.2.701d: Comp. τεραμονέστερος Thphr.CP5.6.12: also of soil fit for such plants, ib.4.12.3; of water, Phot.
(B) [ᾰ], ωνος or -οντος, ὁ (?), = κάλαμος, Anacr. ap. Hilgard Excerpta ex libris Herodiani (Leipzig 1887) p.21, Pl.Sph. ibid.: v. Hermes 35.544. (Said to be declined as -ντ- stem by Anacr. l.c. (this stem mentioned also by Arc. 13), but -ων -ωνος by Pl. l.c.: not found in our text of Pl.Sph., but τεράμωσι (or perhaps τεράμουσι) is to be restored in 221a for καλάμοις.)
German (Pape)
[Seite 1092] gen. ονος, weich, zart, bes. was leicht weich kocht, von Hülsenfrüchten (verwandt mit τέρην), τεραμονέστερος, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
tendre, facile à cuire.
Étymologie: cf. τέρην.
Russian (Dvoretsky)
τεράμων: 2, gen. ονος (ᾰ) мягкий, нежный, т. е. легко разваривающийся (καρποί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τεράμων: [ᾰ], -ον, γεν. ονος, (τείρω, τέρην) ὁ διὰ τοῦ βρασμοῦ γινόμενος μαλακός, ἐπὶ ὀσπρίων, ἑψανός, εὐκολόβραστος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 6, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 1 κἑξ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἐδάφους ἢ χώματος καταλλήλου διὰ τοιαῦτα φυτά, Σουΐδ.· καὶ ἐπὶ ὕδατος, Φώτ.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
1. απαλός, τρυφερός και, ιδίως για όσπρια, αυτός που μετά από βράσιμο γίνεται μαλακός
2. (για χώμα) κατάλληλος για φυτά που δίνουν καρπούς θραστερούς
3. (για νερό) αυτός που συντελεί στο καλό βράσιμο τών οσπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα ter- «τρίβω, διατρυπώ», πιθ. μέσω αμάρτυρου ουδ. τέραμα (πρβλ. πῆμα: ἀπήμων: πήμων) και συνδέεται με τα τείρω «κατατρίβω», τέρην «μαλακός, τρυφερός»].
(II)
-οντος ή -ωνος, ὁ, Α
κάλαμος, καλάμι.
Frisk Etymology German
τεράμων: -ονος
{terámōn}
Meaning: ‘weich (gekocht)’, von Hülsenfrüchten u.a. (Thphr., Phot.)
Derivative: mit τεραμότης f. Weichheit (Thphr.; vgl. μειότης zu μείων).
Etymology: Wohl sekundär zu ἀτεράμων wie πήμων zu ἀπήμων (s. πῆμα) und τέραμνον· ἁπαλόν, ἑψανόν (Phot., Suid.) zu ἀτέραμνος. Letzten Endes jedenfalls zu *τέραμα, s. ἀτέραμνος.— Vgl. τέρην.
Page 2,878