3,251,689
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεράμων''': [ᾰ], -ον, γεν. ονος, ([[τείρω]], [[τέρην]]) ὁ διὰ τοῦ βρασμοῦ γινόμενος [[μαλακός]], ἐπὶ ὀσπρίων, [[ἑψανός]], εὐκολόβραστος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 6, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 1 κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐδάφους ἢ χώματος καταλλήλου διὰ τοιαῦτα φυτά, Σουΐδ.· καὶ ἐπὶ ὕδατος, Φώτ. | |lstext='''τεράμων''': [ᾰ], -ον, γεν. ονος, ([[τείρω]], [[τέρην]]) ὁ διὰ τοῦ βρασμοῦ γινόμενος [[μαλακός]], ἐπὶ ὀσπρίων, [[ἑψανός]], εὐκολόβραστος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 6, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 1 κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐδάφους ἢ χώματος καταλλήλου διὰ τοιαῦτα φυτά, Σουΐδ.· καὶ ἐπὶ ὕδατος, Φώτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />tendre, facile à cuire.<br />'''Étymologie:''' cf. [[τέρην]]. | |||
}} | }} |