συμπάρεδρος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(6_17)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπάρεδρος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ.
|lstext='''συμπάρεδρος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ [[πάρεδρος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[πάρεδρος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», <b>Φώτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συμπάρεδρος: -ον, ὁ ὁμοῦ παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ πάρεδρος
αυτός που είναι πάρεδρος μαζί με κάποιον άλλο («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», Φώτ.).